Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού στρατού κάτω από τα τείχη της Πόλης.

Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ήταν άριστα οργανωμένος και
εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου.
Ο Μωάμεθ έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Για τον αποκλεισμό της πόλης χρησιμοποίησαν τα κάστρα που είχαν χτίσει στις δυο πλευρές του Βοσπόρου, το Ανατολού και το Ρούμελη.

Μέσα από τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη τη λάμψη του παρελθόντος. Ήταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν.
Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη.




ΡΩΜΗΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ




Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Επίσης είχαν σταλεί επιστολές βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πόλης.
Η τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν .
 Μάλιστα στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουατικά καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα οι Οθωμανοί κατασκεύασαν διόλκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο.
Στις 21 Μαίου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: "Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν έστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών".

Στις 27 Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει.
Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρησή του έφερε σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!



Τις τρεις πρώτες ημέρες μετά την Άλωση οι Τούρκοι στρατιώτες κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την Πόλη. Όλοι οι χριστιανοί εξανδραποδίστηκαν.
 Μόνον λίγοι Κωνσταντινουπολίτες κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοία από τον Κεράτιο κόλπο, διότι οι ναύτες των οθωμανικών πλοίων μετείχαν στη λεηλασία της πόλης.
Ο Μωάμεθ μπήκε στην Πόλη και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532.
 Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί. Την ίδια ημέρα οι Γενουάτες του Γαλατά δήλωσαν υποταγή στον Μωάμεθ και εκείνος για να τους ανταμείψει τους παραχώρησε προνόμια.
Τις επόμενες ημέρες ο Μωάμεθ διευθέτησε τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν ανακύψει μετά την Αλωση. Εκτέλεσε όλους τους επιφανείς Βυζαντινούς, ακόμη και τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, που είχε δηλώσει πριν την Αλωση ότι προτιμούσε τους Οθωμανούς από τους Λατίνους, διόρισε ένα προσωρινό διοικητή (σούμπαση) της πόλης και ηγέτες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες του κράτους του.

Νέος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης εκλέχθηκε ο Γεώργιος Σχολάριος (ως Γεννάδιος Β'), ο μέχρι τότε αρχηγός των ανθενωτικών, στον οποίο ο Μωάμεθ έδωσε τόσα προνόμια
ώστε ουσιαστικά τον κατέστησε και πολιτικό ηγέτη των χριστιανών ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όταν επέστρεψε στην Αδριανούπολη εκτέλεσε και τον βεζίρη Τσανταρλί Χαλίλ, που είχε αντιταχθεί στην πολιορκία της Πόλης και τον αντικατέστησε με τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά.

Μετά την Άλωση ο Μωάμεθ μετέφερε την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως η πόλη ήταν ερειπωμένη και ερημωμένη, αφού τα δυο 24ωρα μετά την Άλωση σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 κάτοικοί της. Έτσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Μωάμεθ Β' ήταν να φέρει εποίκους στη νέα πρωτεύουσα από άλλες περιοχές του κράτους.
Άποψη Κωνσταντινούπολης από οδοιπορικό Τούρκου Νατουχή Ματρακσή 1537
Πρώτα έφερε Τούρκους κυρίως από την περιοχή της Προύσας και αμέσως μετά Έλληνες από τη Θράκη. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκε στις συνοικίες Φανάρι, Πύλη της Αδριανούπολης και Ψαμαθιά.
Όμως εκτός από Έλληνες και Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν με τη βία Αρμένιοι, δόθηκαν κίνητρα στους Εβραίους της Ευρώπης και της Ισπανίας να μετοικίσουν στην Κων/πολη, ενώ οι Γενουάτες παρέμειναν εγκατεστημένοι στη συνοικία του Γαλατά. Έτσι η Κωνσταντινούπολη απέκτησε ένα πολυεθνικό χαρακτήρα.

Το 1477 η απογραφή πληθυσμού έδειξε ότι 9.486 σπίτια κατοικούνταν από Τούρκους, 3.743 από Έλληνες, 1.647 από Εβραίους, 434 από Αρμένιους, 384 από Αρμένιους, 332 από Φράγκους (κυρίως Γενουάτες), 267 από Χριστιανούς της Κριμαίας και 31 από τσιγγάνους.
Συνολικά οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή υπολογίζονταν σε 80.000 άτομα.
Ο Μωάμεθ στόλισε την Κωνσταντινούπολη όπως άρμοζε σε μια πρωτεύουσα.
Στο κέντρο έχτισε το ανάκτορό του (το Εσκί Σαράι, που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία 1870-1880 για να χτιστεί το Υπουργείο Πολέμου και που στεγάζει πλέον το Πανεπιστήμιο).

Αργότερα έχτισε άλλο ανάκτορο στη συμβολή του Βοσπόρου με τον Κεράτιο κόλπο (το Γενί σαράι, που αργότερα ονομάστηκε Τοπ Καπί), το τζαμί Φατίχ στη θέση της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων (Χτίστηκε το 1463 από τον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή (Φατίχ). Πρόκειται για κτίσμα χωρίς επιδράσεις από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αντίθετα ενσωματώνει τα περισσότερα στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Με το Φατίχ τζαμί ήταν συνδεδεμένοι οκτώ μεντρεσέδες, οι καλύτερες θεολογικές σχολές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καταστράφηκε από πυρκαιά το 1766) και πολλά δημόσια ιδρύματα.
Έτσι μετά την Άλωση η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πάλι μια εποχή ευημερίας.
Έγινε η πρωτεύουσα μιας λαμπρής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής, μόνο που τώρα πια δεν έλαμπε στο χριστιανικό κόσμο, αλλά στον οθωμανικό, ο οποίος άπλωσε την κυριαρχία του σε δυο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία για τέσσερις αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το φυσικό κέντρο της.


Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ


ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΝΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

   








Υπόμνημα
   Τα νομίσματα που κόπηκαν στην αρχαιότητα από τις πόλεις-κράτη  γνώρισαν μεγαλύτερη επιτυχία και ισχύ από εκείνα που προήλθαν από τις διάφορες, κατά καιρούς, πολιτικές ή στρατιωτικές συμμαχίες, όπως η Αιτωλική συμπολιτεία. Αυτές οι συμμαχίες είχαν έναν τοπικό χαρακτήρα και την ίδρυσή τους χαρακτηρίζει μια αναγκαιότητα, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν υιοθετώντας μια κοινή πολιτική ενάντια σε διάφορες πολιτικές ή συνήθως στρατιωτικές προκλήσεις. Με την ευκαιρία αυτή έκοβαν και νομίσματα που συνήθως δεν κυκλοφορούσαν επί πολύ, ακολουθώντας την τύχη και τη διάρκεια των ίδιων των συμμαχιών.
     Στην αρχαία Αιτωλοακαρνανία έχουμε την ενδιαφέρουσα     νομισματοκοπία των Αιτωλών που περιελάμβανε χρυσές, αργυρές και χάλκινες κοπές. Η έκδοση των νομισμάτων αυτών συμπίπτει με την περίοδο ακμής της πολιτικής τους δύναμης στην Κεντρική Ελλάδα (280-188 π.Χ.) και χρησίμευσε κυρίως για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών. Η προσωποποίηση της Αιτωλίας και ο καλυδώνιος κάπρος δεσπόζουν στην εικονογραφία των νομισμάτων της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
        Παράλληλα με τις εκδόσεις των Αιτωλών, στη σχετικά απομονωμένη γεωγραφική περιοχή των Ακαρνάνων, δημιουργήθηκε μια αρκετά σημαντική νομισματοκοπία, παρ' όλο ότι το Κοινόν της Ακαρνανίας δεν έπαιξε πρωτεύοντα πολιτικό ρόλο στην υπόλοιπη Ελλάδα. Απεικονίζονται στα νομίσματα αυτά η προσωποποίηση του Αχελώου ως ανθρωπόμορφου ταύρου, ο Απόλλων Άκτιος, ο Ζευς, η Αθηνά και ο Ηρακλής.
         Η αρχαία Αιτωλία κατά τον Στράβωνα  (βλ Ι. Νεραντζή "Η χώρα των Αιτωλών") ήταν χωρισμένη στην  παραλιακή ζώνη προς νότια του Αράκυνθου με τις πανάρχαιες πόλεις Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Ωλενό, Πυλλήνη και τις εύφορες πεδιάδες γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα, με κυριότερες πόλεις το Φύταιο, το Τριχώνιο, τις Άκρες και την Μέταπα προς Νότο, και το Αγρίνιο, το Βουκάτιο (Παράβολα), το Φίστυο, το Θέστιο (Βλοχός) προς Βόρεια της λίμνης. Στα βορειοανατολικά ήταν ο τόπος του Θέρμου με το παλαιό ιερό του Απόλλωνος, αργότερα έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η ορεινή περιφέρεια στα βόρεια και ανατολικά, που με τον καιρό κατακτήθηκε και προστέθηκε στο αιτωλικό έθνος, λεγόταν επίκτητος Αιτωλία. Την κατοικούσαν οι Ευρυτάνες «αγνωστότατοι γλώσσαν και ωμοφάγοι» κατά τον Θουκυδίδη, οι Αγραίοι, οι Απέραντοι, οι Οφιονείς με τις ομάδες των Βομιέων και Καλλιέων και οι Αποδωτοί. Η Ακαρνανία αποτελούσε το δυτικότερο μέρος, από το Ιόνιο έως τον Αχελώο και από τον Αμβρακικό έως τον κόλπο του Αστακού και τις εκβολές του Αχελώου. Ο σημερινός νομός περιλαμβάνει και τον Βάλτο, όπου στην αρχαιότητα κατοικούσαν οι Αμφίλοχοι και οι Αγραίοι.
         Τα νομίσματα των Αρχαίων Αιτωλών είναι διασκορπισμένα σε διάφορα Μουσεία του κόσμου και σε ιδιωτικές συλλογές. 'Ενας από τους συλλέκτες τους ήταν και ο Αιτωλοακαρνάνας Αθανάσιος Κουφογιάννης, η συλλογή του οποίου κατέληξε στο δημόσιο. Η  ιστορία της δωρεάς ξεκίνησε με μια επιστολή του Κουφογιάννη προς τον Υπουργό Πολιτισμού Γ. Βουλγαράκη. Όταν ο υπουργός  λάμβανε την επιστολή του Αλέξη Καραγεώργου στις 12 Ιουνίου δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια. Μια συνέχεια που είχε ως αποτέλεσμα η συλλογή ενός Αιτωλοακαρνάνα ιδιώτη να καταλήξει στο υπουργείο Πολιτισμού, φανερώνοντας όμως και μια προσωπική ξεχωριστή ιστορία. Ήταν η ιστορία του Αθανασίου Κουφογιάννη, που καταγόταν από το χωριό Δορβιτσά του δήμου Πυλλήνης της ορεινής Ναυπακτίας. Ο Αθανάσιος Κουφογιάννης του Δημητρίου γεννήθηκε το έτος 1898 στο χωριό Δορβιτσά Ναυπακτίας.
    Στο χωριό του έμεινε μέχρι 17 ετών. Το 1919 παρουσιάστηκε στο στρατό και πολέμησε στη Μικρά Ασία με ειδικότητα νοσοκόμου μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γυρίζοντας από το στρατό άνοιξε εμπορικό κατάστημα στο χωριό Ματαράγκα Αιτωλοακαρνανίας μέχρι το 1935. Μετά το 1935 εργάστηκε περιοδεύοντας όλη την Ελλάδα με την ειδικότητα του αργυραμοιβού. Το 1950 εγκατέστησε στην περιοχή Μενιδίου εργαστήριο αργυραμοιβού. Από το 1965 και μετά έμενε στο χωριό του και κατά διαστήματα έκανε διάφορα ταξίδια. Ήταν ανύπαντρος και έμενε μόνος. Απεβίωσε την 6η Φεβρουαρίου το 1991 σε ηλικία 93 ετών. Με υπομονή και πάθος συνέλλεξε ανεκτίμητης αξίας θησαυρό που περιλαμβάνει 1.833 νομίσματα και 66 αντικείμενα, τον οποίο στο τέλος της ζωής του δώρισε με επιστολή του στον τότε Υπουργό Πολιτισμού κ. Βουλγαράκη στο Ελληνικό Δημόσιο.
Πηγή: www.epoxi.gr