Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Αθανάσιος Αγγελάκης του Ιωάννη

(Ζούκας – Καφέζας)


        Το μπλοκ φιλοξενώντας φωτογραφίες από το ανεκτίμητης, συλλεκτικής αξίας Αρχείο του Θανάση Αγγελάκη ( Ζούκα – Καφέζα), θα παρουσιάζει κάθε τόσο φωτογραφίες από το παρελθόν του χωριού μας, τον οποίον και ευχαριστούμε θερμά, εγώ και οι συνεργάτες μου για την παραχώρησή τους.






Αχλαδόκαστρο (Αρτοτίβα) το χωριό των κρυμμένων θησαυρών.

              Ο Θανάσης γεννήθηκε το έτος 1931 στο Εικόνισμα, όπου τα παλαιά χρόνια ήταν ένας μικρός οικισμός πριν φθάσουμε στο χωριό από τον επαρχιακό δρόμο Θέρμου - Αχλαδοκάστρου. Στον οικισμό αυτόν έμεναν και οι Αγγελακαίοι (Λιμεροχαράλαμπος και Λιμεροθανάσης). Ο πατέρας του Ιωάννης, παντρεύτηκε την μητέρα του Αθηνά από την Περίστα το γένος Μανώλη και απέκτησαν 4 παιδιά, τον Δημήτρη, την Βασιλική, τον Θανάση και τον Αριστείδη. Ο πατέρας του πήγε στη Μικρά Ασία ως αγγελιοφόρος του ιππικού. Πέθανε το έτος 1949 σε ηλικία 54 ετών στα Πατήματα. Εκεί φτιάξανε ένα ξυλοκρέβατο και τον πήγαν στο χωριό. Στο Εικόνισμα μείνανε ως το έτος 1955, κατόπιν φτιάξανε καινούργιο σπίτι στο χωριό. Όταν πέθανε ο άνδρας της το βάρος της ανατροφής των παιδιών της έπεσε πάνω στις πλάτες της, για αυτό αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά, προκειμένου να μεγαλώσει τα 4 παιδιά της. Ο πατέρας του γεννήθηκε το έτος 1895 και απεβίωσε το έτος 1949 σε ηλικία 54 ετών, η δε  μητέρα του γεννήθηκε το έτος 1898 και απεβίωσε το έτος 1975 σε ηλικία 77 ετών.


Ιωάννης Αγγελάκης (Ζούκας) του Αριστείδη. Ιππέας Αγγελιοφόρος στην Μικρά Ασία έτος 1922
Ιωάννης Αγγελάκης (Ζούκας) του Αριστείδη. Ιππέας Αγγελιοφόρος στην Μικρά Ασία έτος 1922




           Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με το Θανάση από τη Θεσσαλονίκη, μου ανέφερε, ότι ο πατέρας του Ιωάννης, ήταν αγωγιάτης και με το μουλάρι του μετέφερε διάφορα εμπορεύματα από το Θέρμο στο χωριό μας στο παντοπωλείο του Γεωργίου Πυλαρινού (Αναστασόργου-παντοπώλη).  Ο πατέρας του συγχρόνως ήταν και κουρέας και πάντα γυρνούσε με ένα τσιμπούκι στο στόμα.Επίσης στον Πλάτανο μετέφερε αλάτι και πετρέλαιο στο μονοπώλιο του Δημητρακόπουλου (Ντελή), καθώς και σε άλλα χωριά. Για να καλύψει την απόσταση από το Θέρμο που ήταν μακριά αναγκαζόταν να ξυπνάει νύχτα ( το αγώϊ ξυπνάει τον Αγωγιάτη) , πολλές φορές στη τοποθεσία Σκάλα ή στο Πιτσαβόρεμα συναντούσε τον Δημήτριο Αγγελάκη (Σιαρλή) με τη φοράδα του την Μπόλια όπως την έλεγε, όπου είχε κρεμασμένα στο σαμάρι δύο με τρία κατσίκια ή αρνιά κλεμμένα από τα γιδοπρόβατα των Διασελακιωτών.  

           Ο πατέρας μου τον ρώτησε ‘τι είναι αυτά Σιαρλή’ και εκείνος του απάντησε ‘ Ζούκα μη μιλάς τα Σιαρλόπαιδα πεινάνε θέλουν να φάνε’. Το γεγονός αυτό , ο πατέρας μου το είπε μόνο στη μητέρα μου την  Καφεζοάννενα και σε εμάς τα παιδιά. Συνεχίζοντας την τηλεφωνική επικοινωνία με ρώτησε ποίος ήταν ο μεγαλύτερος κατσικοκλέφτης του χωριού, στην αρχή τα έχασα και του απήντησα ‘ δεν ξέρω’ στη συνέχεια του είπα ‘ θα εννοείς τον παππού μου τον Αριστοφάνη’, γιατί ήξερα ότι είχε κάνει φυλακή στο Μεσολόγγι για ζωοκλοπές, όπου το στέκι του το είχε στο Χανάκι  κοντά στο πέτρινο γεφύρι της Αρτοτίβας και  είχε για τσιράκι του τον Κωνσταντίνο Αγγελάκη ( Γιαννικοκώτσιο).

        Το ψητό << κλέφτικο ή στη γάστρα >> από τα κλεψιμαίικα κυρίως σφάγια κατά την συνήθεια της εποχής, δεν έλειπε ποτέ από το στέκι αυτό, ο μπάρμπα- Αριστοφάνης στο τζάκι, κάτω από την γωνιά είχε κάνει ένα μικρό φούρνο, όταν έγδερνε τα ζώα τεμάχιζε το κρέας, το τύλιγε στο δέρμα και το έψηνε μέσα στο φούρνο, όπου μοσχοβολούσε ο τόπος. Όταν ήταν έτοιμο το ψητό έριχνε τρεις τουφεκιές με το γκρα που είχε, αυτό ήταν συνθηματικό για να το φάνε. Για το φαγοπότι έπαιρναν μέρος ο μπάρμπα –Αριστοφάνης, ο Γεώργιος Τσίπουρας από τον Πλάτανο και ο Κωνσταντίνος Χαλμούκης ( Χαρνοκώτσιος), οι οποίοι ήτανε μπατσανάκηδες είχαν πάρει τις τρεις αδελφές Μαρία, Κωνσταντίνα και την Πολυξένη από το σόι των Καραγεωργέων( Αγκαθούλες). Στο φαγοπότι έπαιρναν μέρος και τα αδέρφια του, ο Γιαννακός από το Καστράκι ,ο Γιώργος (Ρουμάνος) και ο Πλαρναντώνης από το Παλιόχανο. Πολλές φορές καλούσε και τον Αθανάσιο Αγγελάκη (Λιμεροθανάση) τον οποίον χρησιμοποιούσε ως μάρτυρα στο Μεσολόγγι για ασήμαντη αφορμή που του έκαναν μήνυση οι Αγγελακαίοι ( Σιαμανταίοι). Την εποχή εκείνη, οι Πυλαριναίοι τα είχαν καλά με ορισμένους Αγγελακαίους.

            Θυμάμαι μικρός όσοι κάτοικοι του χωριού τις απογευματινές ώρες γυρνούσαν από τον Καλαμπόρο – Λιναράκια – Καστράκι, η αυλή του σπιτιού τους στο Εικόνισμα ήταν γεμάτη από κόσμο για να πιούν ένα ποτήρι νερό ή ένα καφέ ο οποίος ήταν αναμειγμένος με ρεβίθι ή κριθάρι καβουρντισμένος με τον ψήστη γιατί εκείνη την εποχή στο χωριό συνηθιζόταν . Πολλές φορές όταν δεν υπήρχε νερό τους κερνούσανε κρασί. Το νερό το έφερνε η χήρα μητέρα του, η κυρά Αθηνά από το  Πλατάνι ή από τα Χαλκιαρά φορτωμένη την βαρέλα, η οποία ήταν μια δυναμική γυναίκα .  Οι βαρέλες από τις άλλες οικογένειες ήταν μέσα στα σπίτια τους, ενώ η δική τους βαρέλα, όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος ήταν έξω στην αυλή. Για την φιλοξενία τους θα αναφέρω ένα γεγονός που συνέβη το έτος 1952 περίπου με τον Ντούτσιο Αριστείδη και τον γιό του τον Κώστα. Είχαν πάει στον Καλαμπόρο για να ποτίσουν το καλαμπόκι, φάγανε βρασμένα αυγά, όπου και πάθανε τροφική δηλητηρίαση. Φτάνοντας στο Εικόνισμα η Ζούκαινα τους έδωσε να πιούν ξύδι. Ο γέρο Ντούτσιος φθάνοντας στο χωριό πέθανε, ενώ ο γιός του σώθηκε.

            Ο Θανάσης μετά το στρατιωτικό πήγε στη Θεσσαλονίκη και στα περίχωρά της, ασχολούνταν στην αρχή με φωτογραφίες, αργότερα δε με χρυσαφικά, τα έδινε με δόσεις και τον μήνα Αύγουστο εισέπραττε τα χρήματα. Ο Θανάσης είναι ένας γλεντζές, κάθε Δεκαπενταύγουστο ερχόντανε στο χωριό και χαλούσε ο κόσμος με  το κέφι του. Οι γερόντισσες του χωριού τον περιμένανε πότε θα έρθει στο χωριό, διότι τους έδινε και μερικά δωράκια. Το έτος 1970 περίπου στο καφενείο του Νικολάου Χαλμούκη υπήρχαν δεκαπέντε γέροντες, στο δε καφενείο του Νικολάου Μιχαήλ Πυλαρινού 13 γέροντες και ο Θανάσης πρωί και απόγευμα τους κερνούσε λουκούμια, τσίπουρο και ούζο. Θυμάμαι μικρός με τον θείο μου τον Γιώργο και άλλους χωριανούς πηγαίνανε στο Διασσελάκι και γλεντόυσαν στο καφενείο του Φώτη Τριανταφυλλάκη ( Γαρυφοφώτη). Τέτοιο γλέντι οργάνωσε και στην Αθήνα στο κέντρο διασκεδάσεως στον  Έλατο επί της Γ΄ Σεπτεμβρίου. Του Θανάση από μικρός του άρεσαν τα γλέντια και τα καλαμπούρια, ήταν ανοιχτός τύπος πάντοτε με το γέλιο στα χείλη, ήταν συγχρόνως και γυναικοκατακτήτης στα νιάτα του. Παντρεύτηκε την Μαρία το γένος Κρύου Χρήστου από την Καρδίτσα και απέκτησαν δυο αγόρια, τον Αχιλλέα, ο οποίος σήμερα είναι Αστυνομικός και τον Ιωάννη εφοριακό. Διαμένει σήμερα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του.   Ο Θεός να του χαρίζει χρόνια, γιατί το χωριό μας από τέτοιους ανθρώπους τους έχει ανάγκη.

Ζούκας- Πώς προήλθε το παρατσούκλι Ζούκας.

            Στον παππού του τον Αριστείδη οι χωριανοί του είχαν κολλήσει το παραγκώμι (παρατσούκλι – Ζούκας), γιατί όταν πήγαινε για μπολιαριά μαζί με άλλους χωριανούς στην Πελοπόννησο (Πύργο-Άργος-Καλαμάτα και λοιπά μέρη) αυτός πήγαινε πότε από εδώ και πότε από εκεί, έκανε ένα ΖΙΚ-ΖΑΚ και έτσι του έμεινε το παρατσούκλι Ζούκας. Αυτός δε καμάρωνε με το παρωνύμιο Ζούκας ήταν γι’αυτόν μεγάλη τιμή.
Αφήγηση του εγγονού του Αριστείδη Αγγελάκη του Ιωάννη το έτος 2015 στο καφενείο του χωριού.

Καφέζας-Πώς προήλθε το παρατσούκλι Καφέζας.

            Στο Εικόνισμα όπου ήταν το στέκι του Καφέζα (Αριστείδη Αγγελάκη) πρόσφερε μόνο καφέδες εξ’ ού και το παρατσούκλι του (Καφέζας).

Χάνι-Καρακόλι. Τα παλαιά χρόνια υπήρχε το λεγόμενο «Καρακόλι» πιο πέρα από το σπίτι του Φωτοχρήστου στα Λιναράκια, απέναντι από το Γερακάρι. Αυτό το χάνι το λειτούργησε ο Αριστείδης Αγγελάκης (Ζούκας-Καφέζας). Για το χάνι αυτό αναφέρετε και το εξής περιστατικό. Το χάνι είχε καταπακτή που την χρησιμοποιούσαν σαν κρύπτη και σαν ψυγείο για τα κλεψιμαίικα σφάγια – ψητά. Ένα βράδυ διανυκτέρευσε στο χάνι μια οικογένεια διαβατών. Το πρωί οι νέοι και τα παιδιά φόρτωσαν τα ζώα τους και αναχώρησαν προς τον Πλάτανο. Τελευταία η γερόντισσα που ετοιμαζόταν και αυτή να φορτωθεί το κλουβί με τις κότες και να ακολουθήσει, ο πονηρός όμως Καφέζας,ο οποίος ήταν χήρος δήθεν σκόνταψε, κλώτσησε το κλουβί με τις κότες και έπεσε μέσα στην καταπακτή. «Τώρα τι μου έκανες;», λέει η γερόντισσα «Τι να σου κάνω;», απαντά ο Καφέζας. «Δεν έγινε τίποτα κακό. Κατέβα στην καταπακτή και πάρε το κλουβί». Κατεβαίνοντας η γριά στην καταπακτή, κατέβηκε και ο Καφέζας, βρήκε την ευκαιρία και την βίασε. Η γριά ύστερα από το κακό που της συνέβη, έκοψε δρόμο, έφτασε τους δικούς της και τους ανέφερε το γεγονός. Επιστρέφοντας οι δικοί της στο χάνι τα έκαναν γυαλιά καρφιά, εντωμεταξύ ο Καφέζας είχε εξαφανιστεί. Έκτοτε έπαψε το χάνι να λειτουργεί.

Καρακόλι. Είναι λέξη τούρκικη  και σημαίνει «αστυνομικό φυλάκιο». Τέτοιο φυλάκιο υπήρχε και στα Διπόταμα στο «Τσοκάρ» όπου παλιά βρέθηκαν αρκετές λίρες από χωριανούς και ξένους. Η Τουρκοκρατία άφησε τα σημάδια της και στην περιοχή μας.          

                                                                                                                           Πυλαρινός Λάμπρος